Σημαντική παράμετρος για τη γυναικολογική εξέταση, είναι η αρχική επικοινωνία με την ασθενή και η δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης για το απόρρητο των στοιχείων που πρόκειται να συζητηθούν. Ουσιαστικής σημασίας είναι τα ατομικά στοιχεία της ασθενούς, όπως η ηλικία, η καταγωγή, η επαγγελματική ενασχόληση, ο τόπος διαμονής και η επικοινωνία με το περιβάλλον της. Στη συνέχεια ρωτάται η ασθενής για το οικογενειακό και ατομικό ιστορικό της, και η ενδεχόμενη συμπτωματολογία. Επίσης, τα στοιχεία που αφορούν στο γυναικολογικό ιστορικό, εστιάζονται στη διερεύνηση της διάπλασης, της εμφάνισης της εμμήνου ρύσεως, στις δυσκολίες για σύλληψη, θεραπείες, εγκυμοσύνες, οποιαδήποτε παθολογία κύησης, και το είδος των τοκετών. Από τα παραπάνω διαφαίνεται ότι η λήψη ενός καλού ιστορικού, απαιτεί καλή επικοινωνία, υπομονή, αφιέρωση χρόνου και επαρκή πρακτική ιατρική παιδεία.
Μετά τη σωστή εκτίμηση και τη λήψη ενός καλού ιστορικού, ακολουθεί η φυσική εξέταση κατά συστήματα, καταγράφοντας οποιοδήποτε παθολογικό εύρημα που αναφέρεται ή συνδέεται με την πιθανή νόσο. Η διενέργεια της σωστής γυναικολογικής κλινικής αξιολόγησης, ολοκληρώνεται με τη φυσική εξέταση των μαστών, της κοιλίας, των έξω και έσω γεννητικών οργάνων. Έτσι, αρχίζει η εξέταση των έξω γεννητικών οργάνων με την επισκόπηση, με τη βοήθεια του κολποδιαστολέα, την ψηλάφηση τους και την καταγραφή των ευρημάτων, συμπεριλαμβάνοντας τη διάπλαση του αιδοίου και των μορίων αυτού, την ύπαρξη βλαβών όπως φλεγμονές, εξελκώσεις, αλλοιώσεων στη χροιά του δέρματος και ουλών από τραυματισμό ή προηγηθείσες εγχειρήσεις. Επιλέγεται το κατάλληλο μέγεθος κολποδιαστολέα ανάλογα με το αν η γυναίκα είναι άτοκος ή πολυτόκος. Σε περίπτωση μικρών κοριτσιών χρησιμοποιείται το παρθενοσκόπιο. Ακολουθεί επισκόπηση του κόλπου, του τραχήλου της μήτρας και συγχρόνως λαμβάνονται επιχρίσματα για κυτταρολογική εξέταση κατά Παπανικολάου και εκκρίματα κόλπου και τραχήλου για καλλιέργεια επί ενδείξεων φλεγμονής.
Ακολουθεί η ψηλάφηση και περιγράφεται οποιαδήποτε παθολογία της. Μετά την ολοκλήρωση της ψηλάφησης ακολουθεί η αμφίχειρη εξέταση. Με τον τρόπο αυτό αξιολογείται το μέγεθος, η υφή και η σκληρότητα της μήτρας, η τυχόν υπάρχουσα ευαισθησία στην πίεση και οποιαδήποτε παθολογική μάζα πέριξ της μήτρας και προς τα εξαρτήματα. Με τον ίδιο τρόπο γίνεται και η εξέταση των εξαρτημάτων και ελέγχεται οποιαδήποτε διόγκωση λεμφαδένων στα παραμήτρια. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης ελέγχεται και οποιαδήποτε σκληρία, ευαισθησία και η κινητικότητα του τραχήλου της μήτρας. Σε γυναίκες που δεν έχουν έρθει ακόμη σε σεξουαλική επαφή, η εξέταση γίνεται από το ορθό με το μικρό δάχτυλο, και ψηλαφώνται όλα τα έσω γεννητικά όργανα.
Ακολουθεί το τεστ Παπανικολάου. Πρόκειται για τη μελέτη των αποφολιδωμένων κυττάρων των επιθηλίων του τραχήλου της μήτρας, του κόλπου ή άλλων οργάνων, η οποία περιγράφηκε από τον Γεώργιο Παπανικολάου πριν από 70 περίπου χρόνια. Ο προληπτικός κυτταρολογικός έλεγχος ασυμπτωματικών και μη γυναικών, είναι πλέον καθιερωμένος με εμφανή όλα τα πλεονεκτήματά του, για αναζήτηση βλαβών τραχήλου της μήτρας και κόλπου. Οφείλουμε να αναφέρουμε, ότι η εξέταση κατά Παπανικολάου μείωσε σημαντικά την επίπτωση, καθώς και τη θνητότητα λόγω του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας τα τελευταία χρόνια. Όμως σημαντική είναι και η προσπάθεια των ερευνητών στις μέρες μας με την εξέλιξη των νέων τεχνολογιών στην κυτταρολογία.
Η λήψη των κολπικών και τραχηλικών επιχρισμάτων δεν πρέπει να γίνεται εντός 24 έως 48 ωρών από τη σεξουαλική επαφή ή κολπική πλύση, μια εβδομάδα μετά την έμμηνο ρύση και τη χορήγηση αντιβιοτικών. Επίσης να μη γίνεται αμέσως μετά από επεμβάσεις στον τράχηλο όπως ηλεκτροκαυτηριάσεις, χρήση laser και ακτινοβολίας, κωνοειδείς εκτομές. Από τον κόλπο λαμβάνεται επίχρισμα από τον οπίσθιο θόλο. Από τον τράχηλο λαμβάνονται 2 δείγματα: Το πρώτο από τον εξωτράχηλο με σπάτουλα, και το δεύτερο από τον ενδοτράχηλο με ειδικό βουρτσάκι. Τα δείγματα στρώνονται σε γυάλινο πλακάκι, και στέλνονται για κυτταρολογική εξέταση αφού μονιμοποιηθούν. Τα επιχρίσματα πρέπει να συνοδεύονται από ολοκληρωμένες πληροφορίες, όπως η τελευταία έμμηνος ρύση και το ιστορικό των ασθενών. Η απάντηση πρέπει να δίνεται πάντα εγγράφως και υπογεγραμμένη, και στη συνέχεια να αξιολογείται από τον Γυναικολόγο προκειμένου να δοθούν οδηγίες ή θεραπεία.
Τέλος, ακολουθεί το υπερηχογράφημα. Η υπερηχογραφία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διάγνωση παθολογίας της μήτρας και των ωοθηκών: 1. Συγγενείς ανωμαλίες διάπλασης (απλασία, υποπλασία, δίκερως μήτρα). 2. Επίκτητες ανωμαλίες (συμφύσεις, ινομυώματα, εμβρυϊκά υπολείμματα, υπερπλασία ενδομητρίου. 3. Λειτουργικές ανωμαλίες (κύστες ωοθηκών, μορφώματα πυέλου). 4. Αιμάτωση των οργάνων με τη χρήση του έγχρωμου Doppler. Τα αποτελέσματα ή τα ευρήματα από τον υπέρηχο αξιολογούνται πάντα σε συνάρτηση με τα αποτελέσματα της φυσικής εξέτασης. Η διενέργεια της υπερηχογραφικής εξέτασης ξεκινάει μετά την έναρξη των σεξουαλικών επαφών και αναλόγως τα ευρήματα, συστήνεται ετήσιος ή συχνότερος επανέλεγχος. Η εξέταση γίνεται διακολπικά, εκτός εάν η γυναίκα δεν έχει ακόμη σεξουαλικές επαφές, ή αν υπάρχει ευμεγέθης βλάβη, η οποία δεν μπορεί να απεικονιστεί, οπότε η εξέταση γίνεται διακοιλιακά.